- αντιχαρίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, ανταποδίνω δώρο: Για τη φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε του αντιχάρισα ένα μαγνητόφωνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιχαρίζω — (Α ἀντιχαρίζομαι) ανταποδίδω χάρη σε κάποιον … Dictionary of Greek